-
1 απορία
η1) недоумение, сомнение, удивление;βρίσκομαι εις απορίαν — быть в недоумении;
μαθαίνω κάτι μετ' απορίας — узнать что-л, с удивлением;
2) затруднение, затруднительное положение;3) нужда, крайний недостаток, бедность;πιστοποιητικό απορίας — справка об отсутствии доходов;
ευρίσκομαι εν εσχάτη απορία — быть в крайней нужде
См. также в других словарях:
μεταμανθάνω — (Α) 1. μαθαίνω κάτι νέο εγκαταλείποντας αυτό που γνώριζα προηγουμένως («τὸ Ἀττικὸν ἔθνος ἐὸν Πελασγικὸν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν κατέμαθε», Ηρόδ.) 2. αποκτώ γνώσεις («καταμανθάνουσα δ ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιά», Αισχύλ.) 3.… … Dictionary of Greek